- ηλεκτροφώτιστος
- -η, -οαυτός που έχει εγκατάσταση ηλεκτροφωτισμού, ο ηλεκτροφωτισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλεκτροφώτιστος — η, ο αυτός που φωτίζεται με ηλεκτρικό ρεύμα … Dictionary of Greek